Ἰσσαχάρ

Ἰσσαχάρ
Ἰσσαχάρ, ὁ (also-άχαρ, Ἰσαχάρ t.r.; יִשָּׂשכָר) indecl. (LXX; Test12Patr [Ἰσαχάρ]; Philo.—Jos., Ant. 1, 308 Ἰσσαχάρης; 2, 178 Ἰσακχάρου) Issachar, a son of the patriarch Jacob (Gen 30:18; Demetr.: 722 Fgm. 1, 4 al. Jac.), and hence an Israelite tribe Gen 49:14; Num 1:26 al.) Rv 7:7 (v.l. Ἰσαχάρ; so Test12Patr and variants in Philo).

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ισσάχαρ — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν ο ένατος γιος του Ιακώβ. Σύμφωνα με τη βιβλική παράδοση, η γέννηση του Ι. ήταν η ανταμοιβή του θεού προς τη μητέρα του, Λεία, η οποία όταν διαπίστωσε, μετά τη γέννηση του τέταρτου παιδιού της, ότι δεν θα μπορούσε να… …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”